- αγανάδα
- η [αγανός]απαλότητα, χαλαρότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγανός — ή, ό (Α ἀγανός, ή, όν) ήπιος, ήσυχος, πράος νεοελλ. 1. αυτός που δεν είναι σφιγμένος, ο χαλαρός 2. (κυρίως για υφάσματα και πλεκτά) ο αραιά υφασμένος ή πλεγμένος, απαλός, μαλακός, διαφανής, αραιοπλεγμένος, αραιοϋφασμένος αρχ. (στον Όμηρο συχνά… … Dictionary of Greek